«Η λέξη “ελίτ” χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως υπερβολικά» στη Ρωσία «από εκείνους που, χωρίς να έχουν καμία αξία στην κοινωνία, θεωρούν ότι αποτελούν ένα είδος φατρίας με ειδικά δικαιώματα και προνόμια», είχε τονίσει εμφατικά ο Βλαντίμιρ Πούτιν στην ετήσια ομιλία του στην Ομοσπονδιακή Συνέλευση.
Ήταν 29 Φεβρουαρίου, με φόντο τη συμπλήρωση δύο ετών από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και τις ρωσικές προεδρικές εκλογές της περασμένης άνοιξης ακόμη τότε στον ορίζοντα.
«Αναφέρομαι ειδικότερα σε εκείνους που, τα τελευταία χρόνια, γέμισαν τις τσέπες τους χάρη σε διάφορες διαδικασίες, που δρομολογήθηκαν στη ρωσική οικονομία κατά τη δεκαετία του 1990», είχε διευκρινίσει σε προειδοποιητικούς τόνους ο Ρώσος πρόεδρος.
«Σίγουρα δεν είναι η ελίτ», είχε πει.
«Η πραγματική ελίτ είναι αυτοί που υπηρετούν τη Ρωσία, εργαζόμενοι και πολεμιστές», που «έχουν αποδείξει την αφοσίωσή τους στην πατρίδα»…
Οι δηλώσεις Πούτιν είχαν ερμηνευτεί ως προάγγελος σαρωτικών αλλαγών όχι μόνο στους πολιτικούς διαδρόμους της Μόσχας, αλλά και αναδιατάξεων στη στρατιωτικοποιημένη ρωσική κοινωνία.
Οκτώ και πλέον μήνες μετά, τα σημάδια της υλοποίησης αυτών σχεδίων είναι ήδη οράτα.
Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία βρίσκεται σε μια από τις πιο κρίσιμες φάσεις του -μετά και την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ- ο Ρώσος πρόεδρος ανακατεύει την εσωτερική «τράπουλα», προετοιμαζόμενος για την επόμενη ημέρα.
Όλο και πιο συχνά, ο Πούτιν αποκαλεί τους βετεράνους του πολέμου στην Ουκρανία και τους στρατιώτες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή «νέα ελίτ» της Ρωσίας.
Ως φορείς του νέου οράματος περί «πατριωτισμού», οι ίδιοι και οι οικογένειές τους απολαμβάνουν διάφορα προνόμια.
Έχουν δωρεάν μετακινήσεις, αποκτούν δωρεάν κρατική γη και ντάτσες, στέλνουν τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο με ευνοϊκές ποσοστώσεις, αποκτούν πρόσβαση σε καλοπληρωμένες θέσεις και κεφαλαιουχικά αγαθά, που μέχρι πρότινος προορίζονταν για την ανώτερη μεσαία τάξη στις μεγάλες πόλεις.
Όλο και περισσότεροι βετεράνοι του πολέμου στην Ουκρανία ανελίσσονται πλέον στην πολιτική σκηνή, με τις «ευλογίες» του Κρεμλίνου.
Η «Ώρα των Ηρώων»
Με συνοπτικές διαδικασίες και την υποβολή αιφνίδιων παραιτήσεων, ο Βλαντίμιρ Πούτιν αντικατέστησε τους κυβερνήτες δύο διοικητικών περιφερειών της Ρωσικής Ομοσπονδίας, στις 4 Νοεμβρίου.
Η μια είναι το Ροστόφ, που συνορεύει με την Ουκρανία, είναι έδρα του κέντρου διοίκησης της ρωσικής εισβολής στη γειτονική χώρα, έχει δεχθεί το τελευταίο διάστημα καταιγισμό επιθέσεων από ουκρανικά drones και αποτέλεσε σημείο αναφοράς της περσινής βραχύβιας ανταρσίας των μισθοφορικών δυνάμεων της Wagner.
Η άλλη περιφέρεια είναι το Ταμπόφ, παραγωγό γεωργικών και καταναλωτικών αγαθών στη νότια Ρωσία.
Για τη δεύτερη, ο Ρώσος πρόεδρος επέλεξε ως προσωρινό κυβερνήτη τον Γιεβγκένι Περμισόφ, βουλευτή από το 2021 του κυβερνώντος κόμματος Ενωμένη Ρωσία και εσχάτως βετεράνο του πολέμου στην Ουκρανία.
Eπιλέχθηκε για να συμμετάσχει στο εθνικό πρόγραμμα «Ώρα των ηρώων», που έχει τεθεί σε εφαρμογή με εντολή του Πούτιν.
Στόχος είναι βετεράνοι και μάχιμοι της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» στα ουκρανικά εδάφη να μετατραπούν -με την κατάλληλη μετεκπαίδευση- σε μέρος της ραχοκοκαλιάς του κρατικού μηχανισμού και του επιχειρηματικού κόσμου στη Ρωσία.
Το πρόγραμμα αφορά βετεράνους και στρατιώτες που έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση, διαχειριστική εμπειρία και καθαρό ποινικό μητρώο.
Ως μέλη της «πραγματικής ελίτ» της χώρας κατά τον Πούτιν, πρέπει να «ηγηθούν των περιφερειών, των επιχειρήσεων και των μεγαλύτερων δημόσιων έργων».
Προς τούτο έχουν επιστρατευτεί υπουργοί και επικεφαλής επιχειρήσεων ως μέντορες.
Για άπαντες προϋπόθεση είναι τα διαπιστευτήρια στον νεο-πατριωτισμό που προωθεί ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν.
Από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις θεωρείται αυτή του Αρτιόμ Ζόγκα.
Πρώην διοικητής του τάγματος «Σπάρτα» στο Ντονμπάς και μέχρι πρότινος πρόεδρος του κοινοβουλίου της -αυτοανακηρυχθείσας και κατά τη Μόσχα προσαρτημένης στη Ρωσική Ομοσπονδία- Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ, στην ανατολική Ουκρανία, ο Ζόγκα διορίστηκε στις αρχές Οκτωβρίου Προεδρικός Πληρεξούσιος Απεσταλμένος στην Ομοσπονδιακή Περιφέρεια Ουραλίων, εξασφαλίζοντας έτσι θέση και στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας της Ρωσίας.
Μια νέα «πατριωτική ελίτ» ως συνιστώσα της εξουσίας
Μόνο τον Οκτώβριο, περισσότεροι από δέκα απόφοιτοι του προγράμματος «Ώρα των Ηρώων» διορίστηκαν σε διάφορα καίρια πόστα: από προεδρικοί απεσταλμένοι, ως περιφερειακοί αξιωματούχοι και διευθυντές εταιρειών της αμυντικής βιομηχανίας -τροφοδότριας της «πολεμικής μηχανής» της Μόσχας.
Αποτελεί μέρος του νέου πατριωτικού αφηγήματος που προωθεί το Κρεμλίνο, παρουσιάζοντας τον πόλεμο στην Ουκρανία ως ευκαιρία
οικονομικής αποκατάστασης και κοινωνικής ανέλιξης για τους απογόνους των περιθωριοποιημένων της μετασοβιετικής εποχής.
Κατά το Ινστιτούτο για τη Μελέτη του Πολέμου (ISW), μια δεξαμενή σκέψης με έδρα την Ουάσιγκτον, το πρόγραμμα «Ώρα των Ηρώων» αποτελεί «μέρος των προσπαθειών του Κρεμλίνου για στρατιωτικοποίηση της ρωσικής κοινωνίας και κυβέρνησης, που μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη ρωσική εσωτερική και εξωτερική πολιτική».
Στην τσαρικού τύπου «αυλή» του Πούτιν εν τω μεταξύ -από την κρατική μηχανή, μέχρι την οικονομία- παραμένει ισχυρή η παρουσία των «σιλοβίκι», συνοδοιπόρων του Ρώσου προέδρου από την εποχή της KGB.
Δημοσκοπήσεις καταγράφουν πάντως ένα χάσμα μεταξύ των συστημικά καλλιεργούμενων πολεμικών αξιών και του συνόλου της ρωσικής κοινωνίας.
Σύμφωνα με πρόσφατη κοινή έρευνα των ExtremeScan και Chronicles -δύο ερευνητικών προγραμμάτων, που άρχισαν μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και συνδέονται με αντιπολεμικούς και αντιπολιτευόμενους ακτιβιστές στη Ρωσία- σχεδόν οι μισοί Ρώσοι ερωτηθέντες (49%) υποστηρίζουν την απόσυρση των στρατευμάτων από την Ουκρανία και την έναρξη ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, ακόμη και χωρίς την επίτευξη των στρατιωτικών στόχων του Κρεμλίνου.
Το 47% εκτιμά ότι η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» έχει προκαλέσει περισσότερο κακό παρά καλό, με μόλις το 28% να έχει την αντίθετη άποψη.
Στο κόστος του πολέμου εντάσσουν και τις δυτικές κυρώσεις.
Καταγράφεται μια αυξανόμενη επιθυμία για την άρση τους, αλλά ταυτόχρονα και για την αύξηση των αμυντικών δαπανών, καθώς οι ψυχροπολεμικές σχέσεις με τη Δύση και το ΝΑΤΟ ενέτειναν τους φόβους για την εθνική ασφάλεια και αντίληψη περί πραγματικής απειλής για τη Ρωσία.