Παράταιρα γαλήνια συγκριτικά με μια τετραετία πριν, δύο ημέρες μετά τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου και την πανηγυρική επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, υποσχέθηκε «ειρηνική και ομαλή μετάβαση της εξουσίας».
«Έχω πει πολλές φορές ότι δεν μπορείς να αγαπάς τη χώρα σου μόνο όταν κερδίζεις», είπε ο 81χρονος Μπάιντεν, ο οποίος είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της προεκλογικής εκστρατείας του -πριν αποσύρει άρον άρον την υποψηφιότητά του τον Ιούλιο- αποδοκιμάζοντας τον 79χρονο Τραμπ ως απειλή για τη Δημοκρατία και τις θεμελιώδεις αξίες των ΗΠΑ.
«Ελπίζω επίσης ότι μπορούμε να θέσουμε τέλος στο ερώτημα για την ακεραιότητα του αμερικανικού εκλογικού συστήματος», συμπλήρωσε, στον απόηχο της εκλογικής συντριβής της -άνευ εσωκομματικών εκλογών διαδόχου του- στην προεδρική υποψηφιότητα των Δημοκρατικών, Κάμαλα Χάρις.
Όταν οι δυο άντρες ξανασυναντήθηκαν στον Λευκό Οίκο στις 13 Νοεμβρίου, ως ο απερχόμενος και ο (επαν)εκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ αντιστοίχως, η αμηχανία δεν μπορούσε να κρυφτεί πίσω από τα χαμόγελα πολιτικής αβρότητας ή τα μετέπειτα viral fake news της AI.
OK, these videos are getting out of control 😂 pic.twitter.com/g9pSE2xJ5X
— Karli Bonne’ 🇺🇸 (@KarluskaP) November 13, 2024
«Συγχαρητήρια», «ανυπομονώ να έχουμε μια ομαλή μετάβαση», είπε στην πραγματική ζωή ο Μπάιντεν.
«H πολιτική είναι σκληρή συχνά όχι ένας πολύ ωραίος κόσμος, όπως σήμερα, κάτι που εκτιμώ πολύ», σχολίασε ευχαριστώντας τον ο Ντόναλντ Τραμπ, σε κόντρα ρόλο με αυτόν που ο ίδιος διαδραμάτισε το 2020.
«Εκτιμώ πάρα πολύ ότι υπάρχει μια πολύ ομαλή μετάβαση εξουσίας. Θα είναι όσο το δυνατόν πιο ομαλή»…
Όμως αυτό το «όσο το δυνατόν» άφησε πολλούς στην Ουάσιγκτον να αναρωτιούνται για την επόμενη ημέρα.
Αιτία προφανώς δεν ήταν η «πόρτα» που έριξε στην απερχόμενη πρώτη κυρία, Τζιλ Μπάιντεν, η προκάτοχος και διάδοχός της στον εθιμοτυπικό ρόλο, Μελάνια Τραμπ.
Ενόσω χαλύβδωνε την πολιτική παντοκρατεία του και συγκροτούσε τάχιστα ένα πολιτικά παράταιρο υπουργικό συμβούλιο, το επιτελείο Τραμπ έδειχνε επί της ουσίας ξανά απρόθυμο να ακολουθήσει τις πολιτικές νόρμες.
Ορισμένα όχι και τόσο… γραφειοκρατικά κωλύματα
Ο Ντόναλντ Τραμπ δημιούργησε τη δική του ομάδα μετάβασης τον περασμένο Αύγουστο.
Αρνήθηκε ωστόσο να συμμετάσχει στην προβλεπόμενη γραφειοκρατική διαδικασία, η οποία ξεκινά παραδοσιακά πριν από τις εκλογές.
Μέχρι και τη συνάντηση με τον Τζο Μπάιντεν, το επιτελείο Τραμπ είχε ήδη χάσει πολλές προθεσμίες για την υπογραφή των απαιτούμενων συμφωνιών.
Υποτίθεται ότι μέχρι την 1η Οκτωβρίου έπρεπε να είχε υπογράψει συμφωνία με την Υπηρεσία Κυβερνητικών Υπηρεσιών (GSA).
Έναν ομοσπονδιακό φορέα που επιβλέπει τη δαιδαλώδη μετάβαση εξουσίας στους δυόμισι μήνες που μεσολαβούν μεταξύ των εκλογών και της προεδρικής ορκωμοσίας προέδρου, στις 20 Ιανουαρίου.
Οι ταραχώδεις εκλογές του 2020 -το αποτέλεσμα των οποίων αμφισβητεί μέχρι και σήμερα ο Τραμπ- κατέδειξαν πόσο κρίσιμος μπορεί να είναι ο ρόλος της.
Τώρα, καθώς η «σκυτάλη» της εξουσίας αλλάζει και πάλι χέρια μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, η αποφυγή του μεταβατικού σχεδιασμού μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για τις ΗΠΑ.
Εν μέσω δύο μεγάλων πολέμων στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή και κρίσης κόστους ζωής στο εσωτερικό των ΗΠΑ, εκφράζονται ποικίλοι φόβοι.
Κυμαίνονται από ελλιπή επίσημη ενημέρωση και προετοιμασία της επόμενης κυβέρνησης, μέχρι επικίνδυνα θολά νερά ως προς τη σύγκρουση συμφερόντων.
Θεωρητικά διαδικασία ρουτίνας, η μεταβατική φάση περιλαμβάνει την υπογραφή συμφωνιών με την GSA, επιτρέποντας έτσι στην ομάδα του νεοεκλεγέντα προέδρου να λαμβάνει απόρρητες ενημερώσεις από την απερχόμενη κυβέρνηση.
Να έχει άμεση πρόσβαση στις 438 διαφορετικές ομοσπονδιακές υπηρεσίες και στα αρχεία τους, που θα ελέγχει οσονούπω.
Να λάβει επίσης χρηματοδότηση ύψους 7,2 εκατομμυρίων δολαρίων για το κόστος της μεταβατικής περιόδου.
Κοντολογίς, να προλειάνει το έδαφος για την ομαλή ανάληψης της εξουσίας από την πρώτη ημέρα της νέα διακυβέρνησης.
Θέτει ωστόσο ως ανώτατο όριο 5.000 δολαρίων στις μεμονωμένες δωρεές για τη μετάβαση, με υποχρέωση κοινοποίησης των στοιχείων όλων των δωρητών.
Κυρίως, δε, προϋποθέτει τη δημοσίευση κώδικα δεοντολογίας, προς συμμόρφωση με την ομοσπονδιακή νομοθεσία και αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων.
Κακό προηγούμενο, άσχημα μελλούμενα
Η σχέση του Ντόναλντ Τραμπ με την Υπηρεσία Κυβερνητικών Υπηρεσιών (GSA) παραμένουν τεταμένες μετά την έρευνα του ειδικού εισαγγελέα Ρόμπερτ Μιούλερ περί ανάμιξης της Ρωσίας στις αμερικανικές εκλογές του 2016.
Κατά το ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο, η υπηρεσία έδωσε πρόσβαση στα αρχεία της τότε μετάβασης εξουσίας, παρόλο που η συμφωνία που είχε υπέγραψε η ομάδα του Ντόναλντ Τραμπ με την προεδρία Ομπάμα όριζε ότι η GSA δεν θα κρατούσε τα αρχεία.
Αναλαμβάνοντας τα «ηνία» των ΗΠΑ προ οκταετίας, ο Τραμπ είχε αρνηθεί να δώσει στη δημοσιότητα τα φορολογικά αρχεία του.
Έκτοτε, ως «ένοικος» του Λευκού Οίκου, ενεπλάκη σε περισσότερες από 3.400 περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, σύμφωνα με καταγραφή της Citizens for Responsibility and Ethics in Washington (CREW), μιας ΜΚΟ που εστιάζει στην ηθική και λογοδοσία της κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνει πολιτικές εκδηλώσεις και τη φιλοξενία ξένων αξιωματούχων σε ξενοδοχεία και θέρετρα, που ανήκουν στην επιχειρηματική «αυτοκρατορία» Τραμπ.
Ο Νόμος περί Προεδρικής Μετάβασης τροποποιήθηκε με διακομματική συναίνεση το 2019, ενόψει των προεδρικών εκλογών της επόμενης χρονιάς και εν μέσω των εντεινόμενων ανησυχιών για ζητήματα δεοντολογίας κατά τη διάρκεια της θητείας Τραμπ ως 45ου προέδρου.
Απαιτεί έκτοτε από τους προεδρικούς υποψηφίους να δημοσιοποιούν έναν κώδικα δεοντολογίας πριν από τις εκλογές, «συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο που θα αντιμετωπίσουν τις δικές τους συγκρούσεις συμφερόντων κατά τη διάρκεια μιας προεδρικής θητείας».
Τώρα, ως εκλεγείς 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ, η μέχρι στιγμής άρνηση του Τραμπ να υπογράψει τη συμφωνία με την Υπηρεσία Κυβερνητικών Υπηρεσιών (GSA) σημαδοτοτεί επί της ουσίας άρνηση κάθε ελέγχου για τους δωρητές της μεταβατικής περιόδου.
Στο φόντο βρίσκεται επίσης η διακήρυξή του για «ξήλωμα» του «βαθέος κράτος» και της «ομοσπονδιακής γραφειοκρατίας», καθώς ετοιμάζεται να περάσει ακόμη και τον τελευταίο αξιωματούχο από το «ζύγι» της απόλυτης πίστης στο πρόσωπό του και στην πολιτική ατζέντα της δεύτερης προεδρικής θητείας του.
«Μπρα ντε φερ» ισχύος
Οι New York Times περιγράφουν την παρούσα κατάσταση ως «οιονεί παίγνιο ανταγωνισμού μεταξύ της απερχόμενης κυβέρνησης Μπάιντεν και της επερχόμενης υπό τον Τραμπ».
«Ο κύριος λόγος για τον οποίο μια επερχόμενη κυβέρνηση θα καθυστερούσε να εκδώσει αυτό τον υποχρεωτικό κώδικα δεοντολογίας είναι για να τον παραβιάσει», σχολίασε ενδεικτικά η Δημοκρατική γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Γουόρεν, η οποία στήριξε την τροποποίηση του Νόμου περί Προεδρικής Μετάβασης, προ πενταετίας.
Στελέχη του επιτελείου Τραμπ εμφανίζονται εν μέρει καθησυχαστικά.
«Όλο το προσωπικό της μετάβασης έχει υπογράψει μια ισχυρή δέσμευση δεοντολογίας ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή του», ανέφεραν σε δήλωση οι επικεφαλής της τραμπικής μεταβατικής ομάδας, Λίντα ΜακΜάχον και Χάουαρντ Λούτνικ.
«Οι δικηγόροι μετάβασης Τραμπ-Βανς συνεχίζουν να συνεργάζονται εποικοδομητικά με τους δικηγόρους της κυβέρνησης Μπάιντεν-Χάρις σχετικά με όλες τις συμφωνίες που προβλέπονται από τον Νόμο περί Προεδρικής Μετάβασης», ανέφερε σε ανακοίνωση ο αρμόδιος εκπρόσωπος του Τραμπ, Μπράιαν Χιουζ.
«Θα σας ενημερώσουμε μόλις ληφθεί μια απόφαση».