Γράφει η Ερμιόνη Αχειμάστου, φιλόλογος
Τον Δημήτρη τον γνώρισα στη Σχολή, όταν ενέπνεε τον σεβασμό με τις… παρεμβάσεις του, εν ώρα εξετάσεων, μέσα σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο. Αργότερα γίναμε φίλοι. Ήταν η εποχή της αποχουντοποίησης στα πανεπιστήμια του «πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα» και λίγο αργότερα, των καταλήψεων για τον Ν. 815.
Η Αθήνα καίγονταν και εμείς, με μόνο εφόδιο το ευρύχωρο παλτό του Δημήτρη που θα μας προστάτευε όταν η χρεία το απαιτούσε, γυρνούσαμε νύχτα στους δρόμους ανάμεσα σε ασφαλίτες, χαφιέδες και επαναστάτες παντός είδους. Οι «συσπειρώσεις» έκαναν δυναμικά την παρουσία τους στις συνελεύσεις, το Χημείο ήταν αδιάβατο, συγκρούσεις γίνονταν συχνά-πυκνά… Mε θύματα ενίοτε. Παντρευτήκαμε, χωρίσαμε την ίδια περίπου περίοδο και την ίδια περίπου εποχή αποχαιρετήσαμε την πρώτη νιότη μας και το Κόμμα αντάμα.
Ο Δημήτρης έγραφε από τότε και κατά εποχές μου έδινε γραπτά του, να του πω τη γνώμη μου. Αιχμηρός στον λόγο του, αντιποιητικός, εικονοκλάστης και ανατρεπτικός. Το αντίθετο ακριβώς απ’ ότι ήταν στην προσωπική του ζωή. Ο Δημήτρης περιδιάβαινε τα μονοπάτια του Κεραμεικού μελετώντας τη ζωή και τον θάνατο στις επιτύμβιες στήλες του Δεξίλεω και στους ασφόδελους της μνήμης, υπόμνηση μιας διαδρομής όπου η ζωή και ο θάνατος συναντιούνται σε ένα αέναο κονταροχτύπημα, μέχρι να ξεπηδήσει η υπόσχεση της συνέχισής της ζωής. Αυτό το συνεχές ταξίδι στο χρόνο για τον Δημήτρη είχε ενδιαίτημα τον στίχο και την τεχνική του, τον οποίο μελετούσε σε όλες τις εκδοχές του και σε όλες τις εκφάνσεις του, από την Κυπριακή ερωτική ποίηση και τις ιδιομορφίες της μέχρι και τις νεότερες διαδρομές του λόγου που έσπαγε τους αρμούς της σύγχρονης αυταρέσκειας και απελευθέρωνε τις βαθύτατα γήινες πρωταρχικές υποδηλώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η ανάσα της πόλης, το περιδιάβασμα της, συγκρατούσε το νήμα της ιστορίας και σ’ αυτό ο Δημήτρης κρεμούσε την έμμεση συγνώμη του στον Κερένσκι, τον Έρικ Χομπσμπάουμ και την «Ιστορία» του, τις υπαίθριες αγορές βιβλίου και την «στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι», τις μουσικές, τα καφενεία και το internet. Και, ενώ η ζωή μας ζάλιζε με τα σκαμπανεβάσματά της, ο Δημήτρης αντιμετώπιζε τα πάντα με αυτή την ανάλαφρη αυθάδεια απέναντι σε ό,τι πονούσε, έτοιμος πάντα να χαρίσει τα πιάτα του, τα ποτήρια του (γεμάτα ή άδεια δεν έχει σημασία), τα βιβλία του, την αγάπη του και τη ζεστασιά του, ότι θα είναι πάντα εκεί, να ακούσει και να συμπαρασταθεί.
Ο Δημήτρης ήταν ψύχραιμος, ακόμη και όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσει εκείνο το μικρό πρόβλημα στην καρδιά. Δεν σκέφτονταν ποτέ τον χρόνο άλλωστε. Ήταν απόλυτα συστοιχισμένος με τη ζωή, απόλυτα απογυμνωμένης από τις φιοριτούρες της επίγειας ματαιοδοξίας και της όποιας άλλης υπερβατικής αγωνίας. Ζούσε μέσα στον χρόνο (τη φιλοσοφία την βαριόταν πλέον άλλωστε) και ούτε πρόλαβε να τον σκεφτεί στη σχέση του με την δική του φθορά. Έφυγε νωρίς, ξαφνικά και βιαστικά.
Όταν είμασταν νέοι, πιστεύαμε ότι εμείς, η δική μας γενιά, μπορούσαμε να διασχίσουμε τον χρόνο, να τον ανεβοκατεβούμε και να φέρουμε το παρελθόν στο τώρα, μπροστά στα μάτια μας, να διαπεράσουμε τη μνήμη, να διεισδύσουμε στο μέλλον. Συμβιβαστήκαμε με έναν περισσότερο βραχυπρόθεσμο προγραμματισμό της καθημερινότητας, που και αυτός ανατρέπεται. Η οδυνηρή απώλεια μας αφήνει μετέωρους, ενεούς και αδύναμους σε αυτό το συνεχές τώρα, που δεν θα το ζήσουμε πλέον όλοι μαζί, αλλά, όσοι μένουμε κάθε φορά πίσω, τροφοδοτούμε τη μνήμη τη δική μας και των γύρω μας με ό,τι και όποιους αγαπήσαμε. Μέχρι εκεί μπορούμε άλλωστε. Τα μεγάλα όνειρα της γενιάς μας και οι βεβαιότητές μας χτύπησαν πάνω στην πραγματικότητα, που αποδείχτηκε πολύ περισσότερο ξεροκέφαλα απροσδιόριστη, απ’ όσο εμείς μπορούσαμε να φανταστούμε, πολύπλοκη και συνάμα απλή.
Η πόλη αυτή θα λιάζεται σαν θα ’χουμε πεθάνει.
«Κάτω Πατήσια- Νέα Ελβετία»
Εμένα μου λες
Δημήτρης Φύσσας